βακούφι

βακούφι
το
(λ. τουρκ.), ακίνητη περιουσία μοναστηριών ή εκκλησιών: Το χωράφι μου ανήκει στο βακούφι του μοναστηριού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βακούφι — (τουρκ. βακφ, αραβ. ουάκφ, που σημαίνει αφιέρωμα). Β. ονόμαζαν οι μουσουλμάνοι κυρίως τα ακίνητα (συνήθως κτήματα), που αφιερώνονται για την εξυπηρέτηση φιλανθρωπικών σκοπών, π.χ. για τη συντήρηση σχολείων, τζαμιών, νοσοκομείων, ορφανοτροφείων… …   Dictionary of Greek

  • βακούφικος — η, ο και κός, ή, ό αυτός που ανήκει σε βακούφι …   Dictionary of Greek

  • μούλκι — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 1.269 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται κοντά στον νέο εθνικό δρόμο, νότια του Κιάτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων. * * * το (Μ μούλκιον και μούλκι) (στην Τουρκία) ιδιωτικό γεωργικό κτήμα με… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”